Text Resize

-A A +A

Χριστιανικό και Βυζαντινό Μουσείο, Βασιλίσσης Σοφίας 22, Αθήνα
Σάββατο 25 και Κυριακή 26 Φεβρουαρίου 2006 


Οι ταινίες θα προβληθούν χωρίς ελληνικούς υπότιτλους
Είσοδος ελεύθερη υπό την προϋπόθεση ύπαρξης θέσεων

     Στο πλαίσιο της αναδιοργάνωσης και του εκσυγχρονισμού του το Κέντρο Λαογραφίας σχεδιάζει, μεταξύ των άλλων, και την ανάπτυξη του κινηματογραφικού τμήματος. Οι κινηματογραφικές καταγραφές του Κέντρου Λαογραφίας αρχίζουν το 1962 όταν ιδρύθηκε από τον τότε Διευθυντή Γ. Κ. Σπυριδάκη το Τμήμα Κινηματογραφικών Θεμάτων του λαϊκού πολιτισμού το οποίο στη συνέχεια ανέλαβε ο ερευνητής Γ. Ν. Αικατερινίδης. Το Aρχείο του Κέντρου διαθέτει από εκείνη την περίοδο, 82 κινηματογραφήσεις λαογραφικών θεμάτων σε ταινίες των 16 mm, μήκους 8.500 περίπου μέτρων. Από τη δεκαετία του 1980 χρησιμοποιήθηκαν από τους ερευνητές κατά τις επιτόπιες έρευνες βιντεοκάμερες ενώ σήμερα χρησιμοποιούνται ψηφιακές κάμερες.

     Θέματα από το κινηματογραφικό υλικό του Κέντρου έχουν προβληθεί, είτε αυτόνομα είτε ενσωματωμένα σε κινηματογραφικά ντοκιμαντέρ, σε πολλές περιστάσεις από την Ελληνική Τηλεόραση. Το Κέντρο εργάζεται προς την κατεύθυνση της ψηφιοποίησης του κινηματογραφικού του υλικού αρχής γενομένης από τις ταινίες των 16 mm ώστε να βελτιωθεί η πρόσβαση σε αυτό.

     Το Κέντρο χαιρετίζει με ιδιαίτερο ενδιαφέρον την συνεργασία με ειδικούς επιστήμονες όπως η δρ Αθηνά Πεγκλίδου και προγραμματίζει αντίστοιχη εκδήλωση για τις ελληνικές εθνογραφικές κινηματογραφικές ταινίες.

Αικατερίνη Πολυμέρου-Καμηλάκη
Διευθύντρια του Κ.Ε.Ε.Λ.

     Το διήμερο αφιέρωμα στον εθνογραφικό κινηματογράφο έχει σαν στόχο να δώσει την ευκαιρία στο κοινό, κυρίως στους ερευνητές των κοινωνικών επιστημών, να παρακολουθήσει επιλεγμένες ταινίες της περιόδου ωριμότητας του διεθνούς εθνογραφικού κινηματογράφου στις οποίες η πρόσβαση δεν είναι πάντα εύκολη.

     Στα σχέδια του Κέντρου είναι η διοργάνωση κατά το επόμενο έτος ενός αφιερώματος κατά τη διάρκεια του οποίου θα παρουσιαστούν εθνογραφικές κινηματογραφικές προσεγγίσεις του ελληνικού χώρου καθώς και χαρακτηριστικές κινηματογραφικές καταγραφές των Ερευνητών του Κέντρου κατά τις επιτόπιες έρευνες. Παράλληλα, στα πλαίσια μιας ημερίδας, ειδικοί επιστήμονες θα συζητήσουν τις σύγχρονες κατευθύνσεις του εθνογραφικού κινηματογράφου, θα κάνουν έναν απολογισμό των σχετικών εργασιών στον ελληνικό χώρο και θα διερευνήσουν τις εκφάνσεις και τις προοπτικές του εθνογραφικού κινηματογράφου στην Ελλάδα σήμερα.

Ευάγγελος Καραμανές
Ερευνητής Κ.Ε.Ε.Λ.

     Ο κινηματογράφος και η ανθρωπολογία συναντήθηκαν στα τέλη του 19ου αι., όταν οι πρώτοι εθνολόγοι του πεδίου αρχίζουν να συλλέγουν εικόνες του «άγριου» ιθαγενή και οι πρώτοι κινηματογραφιστές να καταγράφουν αξιοπερίεργα γεγονότα της καθημερινότητας, γοητευμένοι και οι δύο από τις δυνατότητες της κινηματογραφικής μηχανής και την πολυμορφία της πραγματικότητας. Έτσι γεννιούνται οι ταινίες ντοκιμαντέρ. Και ήδη από τότε αναδύονται τα προβληματικά σημεία του κινηματο-γράφου πραγματικότητας: οι σχέσεις παραγωγού, κινηματογραφιστή, ανθρωπολόγου και των υποκειμένων της κινηματογραφημένης δράσης, η ισορροπία ανάμεσα στη μυθοπλασία και το πραγματικό, οι συνθήκες και τα όρια της αναπαράστασης του γεγονότος, οι αναλυτικές δυνατότητες της κινούμενης εικόνας, η δοσολογία εικόνας και λόγου.

     Πριν το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο κινηματογραφικός εξοπλισμός ζύγιζε μερικούς τόνους και η κινηματογράφηση σε μακρινές περιοχές χρειαζόταν εξαιρετική οργάνωση και υψηλό κόστος. Οι ταινίες των ανθρωπολόγων περιέγραφαν αποσπασματικές όψεις τoυ υλικού πολιτισμού των εξωτικών κοινωνιών, παράξενων εθίμων και τελετουργιών που τα πλαισίωνε μια περιγραφική, εγκυκλοπαιδικού τύπου αφήγηση. Η κάμερα χρησιμοποιήθηκε ως ένα ουδέτερο, διάφανο μέσο περιγραφής κοινωνιών που θεωρούνται ότι βρίσκονται ακόμα σ’ ένα προγενέστερο στάδιο εξέλιξης σε σχέση με το ανώτερο σημείο ανάπτυξης που κατέχει ο δυτικός κόσμος.

     Μετά το 1950 οι κινηματογραφιστές διαθέτουν φορητές και ελαφριές κάμερες 16mm που μπορούν να γράφουν συγχρόνως και ήχο. Δημιουργούνται έτσι οι προϋποθέσεις για να μετασχηματιστεί η παρατήρηση σε συμμετοχή. Η κάμερα-σημειωματάριο μπορεί να γίνει πλέον ευέλικτη, ενεργητική και διεισδυτική. Οι ανθρωπολόγοι-κινηματογραφιστές μπορούν και ενδιαφέρονται να καταγράψουν καθημερινές συνομιλίες, ολοκληρωμένες δραστηριότητες, όχι μόνο τις θεαματικές (τελετουργίες, τεχνικές, δημόσια και θρησκευτικά γεγονότα) αλλά και τις ιδιωτικές και τετριμμένες για να απαντήσουν στο κυρίαρχο ερώτημα: πως σκέφτεται ο Aλλος.

     Μετά το 1970 τα τεχνικά μέσα και οι συνθήκες παραγωγής των ταινιών διαφοροποιούνται. Στο κέντρο του προβληματισμού βρίσκεται όχι μόνο η θέση του υποκειμένου και η ταυτότητα του αλλά και οι συνθήκες παραγωγής του εθνογραφικού έργου, του γραπτού και του οπτικοακουστικού. Ο θεατής μπορεί να δει στις ταινίες όχι μόνο τους πρωταγωνιστές, τις αφηγήσεις και τις δράσεις τους αλλά και τον ίδιο τον ερευνητή, τον τρόπο που συνέλεξε τα δεδομένα του και έφτιαξε την ταινία του. Είναι πλέον κοινός τόπος ότι η εικόνα αποκαλύπτει όχι μόνο τους άλλους αλλά και αυτόν που την αποτυπώνει καθώς και τις μεταξύ τους σχέσεις. 

     Οι ταινίες που θα δούμε εκφράζουν την περίοδο της ωριμότητας του  ανθρωπολογικού κινηματογράφου και προβάλλονται για πρώτη φορά σε ελληνικό κοινό. Τραβηγμένες με ελαφριές κάμερες 16mm ή βιντεοκάμερες, οι πιο πρόσφατες, είναι το αποτέλεσμα μακρόχρονης επιτόπιας έρευνας και προσπάθειας κατανόησης των κοινωνιών που μελετούν. Ήταν για την εποχή τους πρωτοποριακές γιατί προσέγγισαν καινούργια θέματα και πρότειναν μια ασυνήθιστη ματιά στον τρόπο παρουσίασης και ανάλυσης. Γι’ αυτό οι μέθοδοι και το στυλ κινηματογράφησης τους επηρέασαν λίγο πολύ το ύφος των μεταγενέστερων ταινιών. Οι περισσότερες διακρίθηκαν και βραβεύτηκαν σε φεστιβάλ της εποχής τους. Σ’ αυτές τις ταινίες το κινηματογραφικό βλέμμα είναι βλέμμα συμπάθειας και κατανόησης. Ακόμα και σήμερα που η διαφορετικότητα καταναλώνεται επιπόλαια, στη μετακίνηση αυτήν προς το Aλλο εντυπωσιάζει η αναγνώριση και ο σεβασμός του ως τέτοιου. 

Αθηνά Πεγκλίδου,
Δρ Εθνολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας,
Διδάσκουσα στο Τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας.
 
ΠΕΡΙΛΗΨΕΙΣ ΤΩΝ ΤΑΙΝΙΩΝ

ΩΚΕΑΝΙΑ
(Σάββατο 25 Φεβρουαρίου 2006, 11.00-15.00)

A Balinese Family (Μ.Mead/ G. Bateson, 16mm, ασπρόμαυρη, 20min, 1951)

     Η Μargaret Mead και ο Gregory Bateson μελέτησαν για περισσότερο από δυο χρόνια μια οικογένεια με έξι παιδιά στο Μπαλί και εστίασαν στη συμπεριφορά τους απέναντι στα τρία μικρότερα: ένα βρέφος, ένα αγόρι τριών ετών και ένα μεγαλύτερο κορίτσι που φροντίζει το μωρό.  Η έρευνα φέρνει στην επιφάνεια τους ανταγωνισμούς και τις ζήλιες των τριών παιδιών καθώς και τους τρόπους που τα διαχειρίζονται οι δυο γονείς.
Η ταινία αποτελεί μέρος της σειράς «Διαμόρφωση της προσωπικότητας σε διαφορετικές κοινωνίες» στην οποία συγκρίνονται σε διαφορετικά πολιτισμικά πλαίσια οι συμπεριφορές των γονιών απέναντι στα παιδιά τους. Οι ταινίες αυτές των Mead και Bateson αποτελούν ουσιαστικά την «ιδρυτική πράξη» της Οπτικής Ανθρωπολογίας μια και είναι οι πρώτοι ανθρωπολόγοι που χρησιμοποίησαν την κάμερα ως εργαλείο καταγραφής στο πεδίο έρευνας, όπως το σημειωματάριο και τη φωτογραφική μηχανή.
Αυτό το βουβό αρχικά ντοκουμέντο απέκτησε αργότερα σχόλιο, γραμμένο από τους δύο ερευνητές και αποτελεί αναμφισβήτητα ένα κλασικό έργο του εθνογραφικού κινηματογράφου.

To find the Baruya Story (Alison et Marek Jablonko, 16mm, έγχρωμη, 60min, 1969-1982)

     Οι Baruya είναι μια ομάδα 2500 ατόμων, η πιο απομονωμένη της περιοχής. Είναι εγκατεστημένοι στα οροπέδια της ανατολικής Παπουαζίας, στη Νέα Γουινέα μέσα στο τροπικό δάσος και τη σαβάνα.  Η πυκνή βλάστηση απέκλεισε για μεγάλο διάστημα τις εξωτερικές επιρροές. Η πρώτη επαφή των Baruya με λευκούς έγινε το 1951. 

     Η πρωτοτυπία αυτής της ταινίας έγκειται στο ότι μας γνωρίζει τους Baruya μέσα από την επιτόπια έρευνα του Maurice Godelier. Έτσι βλέπουμε έναν ανθρωπολόγο στην καθημερινότητα του, στο πεδίο έρευνας καθώς ρωτάει υπομονετικά, μετράει, υπολογίζει, συλλέγει πληροφορίες που αφορούν όλο το εύρος της κοινωνικής, οικονομικής και οικογενειακής ζωής. Η ταινία μας περιγράφει επίσης τον ευρύτερο χώρο όπου ζουν οι Baruya και πιο συγκεκριμένα τις ιεραποστολές που έχουν εγκατασταθεί εκεί καθώς και τη γειτονική πόλη.

     Οι πληροφορίες μεταφέρονται με τρεις τρόπους:
1. το σχολιασμό του αφηγητή που αφορά γενικές πληροφορίες.
2. τη συνέντευξη του Godelier είτε σε σύγχρονο ήχο είτε σε voix off  στην οποία εξηγεί τη διαδικασία της έρευνας, τις ιδιαιτερότητες των σχέσεων του με τους Baruya και κάνει προσωπικά σχόλια για τον τρόπο ζωής και σκέψης τους.
3. τους διάλογους των Baruya που μεταφράζονται με υπότιτλους.
  
     Η ταινία είναι ενδιαφέρουσα μια και μας δίνει τη δυνατότητα να παρατηρήσουμε την καθημερινή εργασία του εθνολόγου και τον τρόπο που βλέπει την ομάδα που μελετάει.  

Conversations with Dundiwuy Wanambi (Ian Dunlop, video,  έγχρωμη, 50min, 1996)

     Το 1970 ο Ian Dunlop αρχίζει ένα μεγάλο κινηματογραφικό πρόγραμμα με σκοπό να εξετάσει τις διαφορετικές όψεις της ζωής των Αβοριγίνων Yolngu της Yirrkala, στα βορειοανατολικά της Γης του Arnhem. Αυτό η ταινία είναι μία από τις είκοσι δύο που γυρίστηκαν συνολικά εκεί. Είναι το πορτραίτο του Dundiwuy Wanambi τον οποίο ο κινηματογραφιστής συνάντησε στις αρχές του ’70 και τον κινηματογράφησε κατ’ επανάληψη.
 
     Η ιστορία του Dundiwuy Wanambi, πρώην επιστάτη σε ανθρακωρυχείο, στη συνέχεια εκπροσώπου του κλαν του και τελικά γνωστού καλλιτέχνη που διακοσμούσε όλα τα αυστραλιανά μουσεία, απεικονίζει τις συγκρούσεις που εμφανίστηκαν στην Αυστραλία με την ανάπτυξη των μεταλλείων και την εγκατάσταση των ιεραποστολών. 

Trobriand Cricket (Jerry Leach & Gary Kildea, 16mm, έγχρωμη, 54min,  1976)

     Όταν οι εγγλέζοι ιεραπόστολοι προσηλύτιζαν τους Παπούα της Νέας Γουινέας στα τέλη του 19ου αι., τους μετέφεραν πολλές δυτικές συνήθειες όπως το να παίζουν κρίκετ. Το άθλημα γνώρισε μεγάλη αποδοχή την οποία επιβεβαιώνει ο ενθουσιασμός με τον οποίο παίζεται σε όλη τη χώρα ακόμα και σήμερα.  Αλλά στα νησιά Trobriand, δεν έγινε το ίδιο. Αφού διαδόθηκε αποκλειστικά ως παιχνίδι, το κρίκετ εμπλουτίστηκε με τοπικά στοιχεία: μετατροπή των κανόνων, συμμετοχή αναρίθμητων παικτών, πλαισίωση με τραγούδια και χορούς, διακοσμητικά στολίδια στο σώμα και παραδοσιακά κοστούμια.

     Σταδιακά το κρίκετ αντικατέστησε τις διαφυλετικές διαμάχες που είχαν απαγορευτεί από την κυβέρνηση και ενσωματώθηκε στην ντόπια κοινωνική και πολιτική ζωή. Ένας φιλικός αγώνας ανάμεσα στην ομάδα του χωριού Kabwaku «Οι κατακόκκινοι» και σ’ εκείνη ενός γειτονικού χωριού, τους «Αεροπλάνο» που κινηματογραφήθηκε από την προετοιμασία του γηπέδου μέχρι την τελετή ανταλλαγής δώρων και αντιδώρων κλείνοντας τον αγώνα, μας επιτρέπει να ανακαλύψουμε γιατί και πως το κρίκετ των Trobriand μετατράπηκε σε ιεροτελεστία, πολιτικοποιήθηκε και έγινε ένα kayasa, τοπικός διαγωνισμός. 

     Το φιλμ χρηματοδοτήθηκε από ένα τοπικό πολιτικό κίνημα που σκόπευε με αυτό τον τρόπο να κάνει γνωστό το δικό του κρίκετ σε όλους τους κατοίκους της Νέας Γουινέας.

ΑΣΙΑ
(Σάββατο 25 Φεβρουαρίου 2006, 18.00- 23.00)

Photo Wallahs (David & Judith MacDougall, 16mm, έγχρωμη, 60min, 1991)

     Η Mussoorie ήδη από το 19ο αι. είναι ένας διάσημος τουριστικός σταθμός στις οροσειρές της Β. Ινδίας όπου η φωτογραφία αναπτύχθηκε ιδιαίτερα. 
 
     Χωρίς σχόλιο, η ταινία μας μεταφέρει σε δρόμους, παζάρια, μαγαζιά και φωτογραφικά στούντιο. Το λόγο έχουν οι ντόπιοι φωτογράφοι, γνωστοί ως «Photo Wallahs» που μας παρουσιάζουν τις δουλειές τους και τις διαφορετικές απόψεις τους για τη φωτογραφία: για κάποιους είναι επάγγελμα, για άλλους τέχνη και για κάποιους άλλους ένα αστείρευτο πάθος. Η ταινία παρουσιάζει με εξαιρετικό τρόπο την ιστορία της φωτογραφίας στην πόλη αλλά κυρίως τις πολλαπλές σημασίες της. Γίνεται έτσι φανερό ότι η φωτογραφία φέρει συγκεκριμένα νοήματα σε κάθε πολιτισμικό πλαίσιο που καθορίζουν και τις αντίστοιχες χρήσεις της.   

Amir (John Baily, 16mm, έγχρωμη, 60min, 1985)
 
     Για να αποφύγουν τον εμφύλιο πόλεμο, πολλά εκατομμύρια Αφγανοί μετανάστευσαν στο Πακιστάν και πιο συγκεκριμένα γύρω από την πόλη Peshawar, κοντά στα σύνορα. Στην πλειοψηφία τους ζουν σε καταυλισμούς που ελέγχονται από την κυβέρνηση και τα Ηνωμένα Έθνη και κάποιες χιλιάδες έχουν εγκατασταθεί μέσα στην πόλη όπου προσπαθούν με τον ένα ή τον άλλον τρόπο να ξαναφτιάξουν τη ζωή τους.
     Το 1985 ο John Baily κινηματογραφιστής και εθνομουσικολόγος, πήγε στην Peshawar για να ξαναβρεί τους Αφγανούς μουσικούς που είχε συναντήσει στο Αφγανιστάν δέκα χρόνια πριν. Πρόσφυγας από το 1982, ο Amir από την Herat είναι το κεντρικό πρόσωπο αυτής της έρευνας. Ο Amir στο Αφγανιστάν τραγουδούσε και έπαιζε rubad (είδος λαούτου) και στο Πακιστάν έσμιξε με το συγκρότημα Shah Wali, του πρόσφυγα Αφγανού τραγουδιστή Pashto, τραγουδιστή που έχει γίνει σταρ της τοπικής τηλεόρασης και του ραδιοφώνου. 

     Μέσα από την καθημερινότητα του Αmir και των φίλων του ανακαλύπτουμε τη δυστυχία ενός εξόριστου πληθυσμού. Με τη μουσική και τα τραγούδια μας διηγούνται την αγάπη για την πατρίδα τους και την προσδοκία της επιστροφής. 

Call for grace (Laetitia Merli, DVcam, έγχρωμη, 30min, 2000)

     Από τις αρχές του 1990, η Μογγολία προσπαθεί να ξαναβρεί της ταυτότητά της μετά από εβδομήντα χρόνια σοβιετικού καθεστώτος. Ο σαμανισμός, αν και απαγορευμένος από το καθεστώς, εμφανίζεται με νέες μορφές στην πόλη. O Tomor, ηλικιωμένος σαμάνος και το κέντρο του στην Oulan Bator αποτελούν ένα διαφωτιστικό παράδειγμα. Μέσα από τη ζωή στο σαμανικό κέντρο και τις μαρτυρίες του Tomor, των μαθητών του, των βοηθών του και των πελατών του, γνωρίζουμε κάποιες όψεις του μογγολικού σαμανισμού και της Μογγολίας στη διαδικασία της μετάβασης.     

Jero Tapakan (Linda Connor, Patsy Asch, Timothy Asch, 16mm, έγχρωμη, 1978-1980)

- Balinese Trance Seance (28min)
Μέσω της καταληψίας, η Jero Tapakan δίνει τη δυνατότητα στους πελάτες της να επικοινωνήσουν με τους θεούς και τα πνεύματα. Ένα ζευγάρι θέλει να μάθει την αιτία του θανάτου του γιου τους καθώς και για το πώς επιθυμεί την τελετή της καύσης του. Ανάμεσα στα διαστήματα καταληψίας, η Jero Tapakan εξηγεί στους πελάτες της τα διφορούμενα μηνύματα των πνευμάτων που την έχουν καταλάβει.  

- Jero on Jero: a Balinese Trance Seance Observed (17min)
Το 1980 δυο χρόνια μετά το γύρισμα του Balinese Trance Séance, οι κινηματογραφιστές επιστρέφουν στο Μπαλί και δείχνουν στη Jero Tapakan την ταινία τους δίνοντας της την ευκαιρία να προβληματιστεί πάνω στην εμπειρία της καταληψίας. Η Jero που βλέπει και ακούει για πρώτη φορά τον εαυτό της στην κατάσταση αυτή, σχολιάζει τις εικόνες και εκφράζει την άποψη της για την πνευματοληψία καθώς και την ταπεινότητά της απέναντι στο υπερφυσικό. 
 
-The Medium is the masseuse: a Balinese massage (30min)
Κάθε τρεις μέρες όταν οι οιωνοί δεν είναι ευνοϊκοί για την καταληψία, η Jero Tapakan ασκεί το επάγγελμα της μασέρ. Αυτό το φιλμ περιγράψει με λεπτομέρεια τη θεραπεία που εφαρμόζει στον Ida Bagus που έρχεται στο χωριό από τη γειτονική πόλη για να θεραπευτεί από τη στειρότητα: μασάζ, σταγόνες για τα μάτια και δυναμωτικά γιατρικά. Κατά τη διάρκεια της θεραπείας και με την ευκαιρία μιας συζήτησης που κάνει η Linda Connor με τον Ida Bagus, η Jero εκφράζει τις αντιλήψεις της για το ανθρώπινο σώμα, τη φύση, την ασθένεια, τις διαφορές ανάμεσα στη δυτική και την παραδοσιακή μπαλινέζικη ιατρική καθώς και για τις σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους, τα πνεύματα και τις υπερφυσικές δυνάμεις.   
 
- Jero Tapakan, The Stories from the life of a Balinese Healer (24min) 
Η Jero Tapakan διηγείται στην ανθρωπολόγο Linda Connor τη ζωή της πριν γίνει θεραπεύτρια: την ακραία φτώχεια της οικογένειας της, την απόφασή της να εγκαταλείψει σύζυγο και παιδιά και να ξεπεράσει τις τάσεις της για αυτοκτονία, τις μυστικιστικές της εμπειρίες στο Β. Μπαλί που τελικά την οδήγησαν στο να αναγνωρίσει τη δική της «τρέλα» και να γίνει μέντιουμ για να θεραπευτεί η ίδια. Η ταινία ολοκληρώνεται με την τέλεση μιας γιορτής που θα επιτρέψει σ’ ένα ξυλουργό να δουλέψει στους ιερούς τόπους. 

ΕΥΡΩΠΗ
(Κυριακή 26 Φεβρουαρίου 2006, 11.00-14.30)

La Taranta (GianFranco Mingozzi, 35mm, ασπρόμαυρη, 20min, 1962)

     Την περίοδο του θερισμού, στην επαρχία της Πούλιας, οι αγρότες που τις περισσότερες φορές δουλεύουν ξυπόλητοι μπορεί να τσιμπηθούν από την ταραντούλα, μια αράχνη που δεν είναι δηλητηριώδης αλλά δημιουργεί επώδυνο πρήξιμο.

     Στη λαϊκή αντίληψη τα θύματα της ταραντούλας, οι tarantati, καταλαμβάνονται από την ασθένεια, το κακό, το διάβολο και αποκτούν με τον καιρό χαρακτηριστικά, παρόμοια με εκείνη των επιληπτικών ασθενών. Για να απαλλαγούν από την ασθένεια οι tarantati επιδίδονται σ’ έναν ιδιαίτερο χορό με σπασμωδικές κινήσεις όπως εκείνες της αράχνης που με τη συνοδεία ρυθμικής μουσικής γίνονται όλο και πιο γρήγορες.
 
     Στις αρχές του 19ου αι. η Εκκλησία καθώς δε μπόρεσε να καταργήσει αυτήν την παράδοση, την ενσωμάτωσε στο δικό της θρησκευτικό τελετουργικό ορίζοντας τον Aγιο Παύλο ως προστάτη των tarantati. Ο εξορκισμός του κακού είναι ένα ενδιαφέρον συνονθύλευμα ετερόκλητων αντιλήψεων. Μια φορά το χρόνο, στις 28 Ιουνίου, οι ασθενείς όλης της περιοχής συγκεντρώνονται σε μια εκκλησία για να τους γίνει εξορκισμός: με τη συνοδεία μουσικής και ενός παιδιού που κρατάει την εικόνα του Αγίου αρχίζουν ένα χορό έκστασης μέχρι να πέσουν κάτω με σπασμούς και αφρούς στο στόμα. Μια γυναίκα προσπαθεί να ανεβεί στο ιερό καθώς την παρακολουθεί το πλήθος, μια άλλη τρέχει αλαφιασμένη προς την πλατεία του χωριού πριν πέσει κάτω, λιπόθυμη.

     Με αφορμή τις μελέτες του Ernesto De Martino στην περιοχή της Salente, επιστημονικού συνεργάτη άλλωστε της ταινίας, το ποιητικό αυτό φιλμ εντάσσει το τελετουργικό του εξορκισμού στο γεωγραφικό και κοινωνικό του πλαίσιο.  
 
Ma famille à moi (C . Piault, 16mm, έγχρωμη, 75min, 1986)

     Ο δεκατριάχρονος Θανασάκης ζει με τον παππού και τη γιαγιά, το Χρήστο και τη Σοφία, σ’ ένα χωριό της Ηπείρου ενώ οι γονείς του, Θόδωρος και Βασιλική, ζουν στη Ζυρίχη με το μικρό του αδελφό, το Χρηστάκη. Η ταινία γυρίστηκε σε τρεις περιόδους: το χειμώνα στο χωριό, το καλοκαίρι επίσης στο χωριό, όταν επιστρέφουν οι γονείς όπως και οι περισσότεροι μετανάστες και τα Χριστούγεννα, στη Ζυρίχη, όταν η κινηματογραφίστρια κάλεσε το Θανασάκη και τον παππού του για να δουν την οικογένειά τους. Είναι μια προσπάθεια να αναδειχθούν οι σχέσεις του παιδιού με τους γονείς του καθώς και με τον παππού και τη γιαγιά του όχι μέσα από συνεντεύξεις αλλά παρακολουθώντας και κινηματογραφώντας στιγμές της καθημερινής ζωής όπου διαφαίνεται η οικογενειακή ατμόσφαιρα. Αν και η ταινία φαίνεται κάποιες φορές ως μυθοπλασία, τίποτα δεν υπαγορεύτηκε ή ζητήθηκε από τους πρωταγωνιστές για τις ανάγκες της κινηματογράφησης. 

Τempus De Baristas (David MacDougall, 16mm, έγχρωμη, 100min, 1993)

     Η ταινία παρακολουθεί τη ζωή τριών κτηνοτρόφων που αντιπροσωπεύουν τρεις διαφορετικές γενιές, στα βουνά της Σαρδηνίας.
Ο δεκαεφτάχρονος Pietro βοηθά πιστά τον πατέρα του στις κατσίκες, στη βοσκή και το άρμεγμα. Ο πατέρας του, o Franchiscu, 62 ετών θα ήθελε να παραμείνει ο γιος του στο βουνό αλλά γνωρίζει ότι είναι πιθανό να τους εγκαταλείψει για να σπουδάσει. Ο φίλος τους Miminu, κοντά στα σαράντα, δεν έχει ακόμα παντρευτεί. Γνωρίζει όλες τις κατσίκες του με τα ονόματα τους αλλά βρίσκεται αντιμέτωπος μ’ ένα μέλλον χωρίς προοπτική, μέσα στη φτώχεια. Για τον Pietro, η ζωή του πατέρα του και του Miminu αποτελούν σημεία αναφοράς για το πώς βλέπει τον εαυτό του και το μέλλον του. 
 
ΑΦΡΙΚΗ


(Κυριακή 26 Φεβρουαρίου 2006, 18.00-22.30)

A curing ceremony (John Marshall, ασπρόμαυρη, 16mm, 8min, 1960-70)
 
    Η Sha-ge, μια νέα γυναίκα καθώς ετοιμάζεται να γεννήσει το πρώτο της παιδί, αρρωσταίνει, πιθανότατα από ελονοσία. Ο Ti!Κay, ένας συγγενής της θεραπευτής μπαίνει σε κατάσταση έκστασης, χωρίς το προκαταρτικό στάδιο του χορού, για να προσπαθήσει να τη θεραπεύσει. Η Sha-ge επιβιώνει τελικά αλλά το μωρό γεννιέται νεκρό.
Η ταινία αποτελεί μέρος μιας σειράς ταινιών που γύρισε ο John Marshall στους Βουσμάνους ανάμεσα στο 1950 και το 1980. 

Baob play (John Marshall, ασπρόμαυρη, 16mm, 8min, 1960-70)

     Πάνω σ’ ένα μεγάλο μπαομπάμπ, παιδιά και έφηβοι, 10-15 ετών, αλληλοβομβαρδίζονται ένα ολόκληρο απόγευμα με ξύλα, φρούτα και φύλλα.  Αυτό το παιχνίδι απεικονίζει μια σημαντική πλευρά της οικονομίας των !Κung : συχνά η συλλογή και το κυνήγι είναι τόσο προσοδοφόρα ώστε τα παιδιά δε χρειάζεται να δουλεύουν κι έτσι είναι ελεύθερα για παιχνίδι.

     Οι !Κung, πληθυσμός φιλειρηνικός, δε χρησιμοποιούν σωματική και λεκτική βία. Δεν αποδίδουν τιμή στους πολεμιστές και οι συμπλοκές ανάμεσα σε ομάδες είναι άγνωστες. Ομοίως και τα παιχνίδια των παιδιών δεν έχουν καθόλου βίαιο ή ανταγωνιστικό χαρακτήρα. Προσπαθούν να νικούν αλλά ποτέ χτυπώντας τον άλλον. Επιπλέον, για να έχει κάποιο νόημα το παιχνίδι θα πρέπει οι συμμετέχοντες να έχουν λίγο πολύ την ίδια δύναμη. Όπως βλέπουμε και στην ταινία οι ομάδες των παιδιών  !Κung αποτελούνται από παιδιά διαφόρων ηλικιών με αποτέλεσμα οποιαδήποτε επικράτηση να είναι αδύνατη.

     Γυρισμένο το 1958, το φιλμ αποτελεί μέρος της σειράς των ταινιών που πραγματοποίησε ο John Marshall ανάμεσα στο 1950 και το 1980 στους Βουσμάνους της ερήμου Καλαχάρι.    

To live with Herds (David & Judith MacDougall, 16mm, 65min, 1972)
 
     Μετά από μια περίοδο απομόνωσης κατά τη διάρκεια της βρετανικής διακυβέρνησης, οι Jie δέχονται συνεχείς πιέσεις για να εγκαταλείψουν τον παραδοσιακό τρόπο ζωής τους και να προσαρμοστούν στην οικονομία της αγοράς συμμετέχοντας στο σύγχρονο κράτος που θέλει να δημιουργήσει η νεοσυσταθείσα κυβέρνηση. Η τανία εξετάζει αυτή τη συγκυρία μέσα από το σύστημα αξιών των Jie. Το ερώτημα που τίθεται δεν είναι αν μπορούν να αποφύγουν τη μετάβαση αλλά αν μπορούν να εφαρμόσουν έναν τρόπο ανάπτυξης που θα επιτρέπει την διατήρηση των καθημερινών τους συνηθειών. Η ταινία γυρίστηκε την περίοδο της ξηρασίας και της σιτοδείας και παρουσιάζει τους Jie μακριά απ’ τα κοπάδια τους. Να σημειώσουμε ότι οι Jie θέλουν να διατηρήσουν το νομαδικό τρόπο ζωής τους που περιλαμβάνει εποχιακές μετακινήσεις ανάμεσα σε καταυλισμούς και τη βασική τους κατοικία ενάντια στη πρόθεση της κυβέρνησης να τους εγκαταστήσει κάπου μόνιμα για διοικητικούς και φορολογικούς λόγους. Έτσι, υποχρεωμένοι να πουλήσουν μέρος των κοπαδιών τους για να πληρώσουν τους φόρους, οι Jie εμπλέκονται σε εμπορικές συναλλαγές που τους υποχρεώνουν να βρεθούν σε μειονεκτική θέση.

     Οι David και Judith MacDougal δοκιμάζουν την τεχνική της συμμετοχικής κάμερας μένοντας κοντά στους Jie αλλά η ταινία αποτελεί σημείο αναφοράς μια και για πρώτη φορά ακούγονται στο Φεστιβάλ της Βενετίας όπου προβλήθηκε, οι διάλογοι των Jie μεταφρασμένοι σε υποτίτλους χωρίς τη διαμεσολάβηση αφήγησης σε voice over. Oι ιθαγενείς έχουν πλέον τη δική τους φωνή.
 
Ν’ai, The Story of a !Kung Woman (John Marshall, Adrienne Miesmer, Sue Marshall, 16mm, έγχρωμη,  59min, 1978)

     Η ταινία παρουσιάζει τις παλιότερες και σύγχρονες συνήθειες των !Kung μέσα από την βιογραφία της Ν’ai, μιας !Kung, ηλικίας, το 1978, περίπου 35 χρόνων. Η Ν’ai διηγείται την ιστορία της και μέσα απ’ αυτή την ιστορία των !Kung τα τελευταία τριάντα χρόνια. «Πριν την άφιξη των λευκών ενεργούσαμε σύμφωνα με την καρδιά μας» θυμάται η Ν’ai όταν περιγράφει την παιδική της ηλικία. Καθώς η πρωταγωνίστρια αφηγείται, βλέπουμε σκηνές τραβηγμένες το 1950 όταν ήταν μικρό κορίτσι, μετά νέα κοπέλα. Στη συνέχεια σχολιάζει τη σύγχρονη εποχή: Tshum! Kwi, ο καταυλισμός που έφτιαξε η κυβέρνηση της Ν. Αφρικής όπου η γη είναι περιορισμένη, τα χρήματα και η απάτη έχουν γίνει κοινωνικά προβλήματα, η φυματίωση θερίζει και ο νοτιοαφρικάνικος στρατός έρχεται να στρατολογήσει τους !Kung για να πολεμήσουν ενάντια στους Swapo της νοτιοδυτικής Αφρικής. Η Ν’ai αρχίζει να παίζει ένα έγχορδο όργανο πάνω στο οποίο φτιάχνει ένα τραγούδι για τις δυσκολίες της ζωής στον καταυλισμό.

     Η ταινία είναι μοναδική γιατί μας δίνει τη δυνατότητα να παρακολουθήσουμε τη ζωή της φυλής των !Kung  χωρίς να χάνεται από το πρώτο πλάνο η προσωπική ιστορία της Ν’ai.

Duka’s Dilemma (Jean Lydall, Kaira Strecker, video, έγχρωμη, 87min, 2001)
 
     Για τη Duka, μια νέα γυναίκα των Hamar στη νότια Αιθιοπία και ηρωίδα των δυο προηγούμενων ταινιών της Jean Leadall, τίποτα δε πάει καλά από τότε που ο σύζυγος της Sago πήρε μια δεύτερη σύζυγο, την όμορφη και νέα Boro. Αναρωτιέται αν είναι πια μεγάλη, αν φταίει η χρόνια ελονοσία που την ταλαιπωρεί. Επιπλέον η Duka δε ξέρει ποια θέση να παραχωρήσει στη νέα συγκάτοικο που δεν είναι και ιδιαίτερα ομιλητική. Επιπλέον η πεθερά της δε σταματά να δηλητηριάζει την ήδη δύσκολη σχέση των δυο συζύγων. Η ανθρωπολόγος Jean Leadall και η κόρη της Kaira – την οποία άλλωστε η Duka θεωρεί ως αδελφή της – χάρη στις στενές σχέσεις που έχουν διατηρήσει με την οικογένεια αυτή εδώ και είκοσι χρόνια, καταφέρνουν να κινηματογραφήσουν αυτή τη σημαντική περίοδο για την οποία η καθεμία από τις πρωταγωνίστριες ασκεί έντονη κριτική καθώς τα γεγονότα διαδέχονται το ένα το άλλο: ο τοκετός της Boro, ο τοκετός της Duka μετά από εννιά μήνες, μια βίαιη διαφωνία του Sago με τη μητέρα του. Στο τέλος της κρίσης, οι σχέσεις των δύο συζύγων μοιάζουν να έχουν ισορροπήσει, ανάμεσα στην ιεραρχία και την αλληλεγγύη.