Text Resize

-A A +A

της Αικατερίνης Πολυμέρου-Καμηλάκη,
Διευθύντριας του Κέντρου Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών

 

Ένας αποχαιρετιστήριος λόγος σαν αυτόν είναι ένα ιδιαίτερο κείμενο. Γράφεται, συνήθως λέγεται, βιαστικά, μέσα στο δυσάρεστο ξάφνιασμα που προκαλεί το πέρασμα του Χάρου, όσο κι αν το έχει προμηνύσει και τον περιμένουμε. Ποτέ δεν μπορείς να είσαι έτοιμος από καιρό… Είναι ένα κείμενο συγκινητικό, ένα παράπονο για την αδυσώπητη ανθρώπινη μοίρα. Εδώ κοντά στο φέρετρο με το σώμα ακόμα ζεστό από τις μνήμες της αφής, που λες και βιάζεται να φύγει για πάντα, λέγονται όσα μπορούν να μας ελευθερώσουν από τη θλίψη του αποχωρισμού. Παίρνοντας όσο είναι δυνατό αποστάσεις από το εφήμερο και φθαρτό, που αφορά όλους μας, επιβάλλεται να σταθούμε στο έργο, που άφησε το δημιουργικό πνεύμα, η ενεργοποιός ψυχή, που κατοικούσε στο πήλινο σώμα, με τα γοητευτικά χαρακτηριστικά. Βέβαια για την αποτίμηση του έργου μιας ζωής, που έκλεισε τον εφήμερο κύκλο της, αρμόζει η νηφαλιότητα, αφού ο χρόνος θα έχει επιτελέσει το επουλωτικό έργο του. Κι αυτό θα γίνει από την πλευρά του Κέντρου Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών, όπως πρέπει.

Κυρία Δόμνα, μιας και σε μένα, μια από τις μακρινές κόρες σου, όπως συνήθιζες να προσφωνείς όλες τις μικρότερες φίλες σου, έλαχε ο κλήρος να απευθύνω το ύστατο χαίρε, συγχώρησε μου, τη διαστροφική πολυλογία του ερευνητή, καθώς εσύ περνάς της Τρίχας το γεφύρι, αντί για τραγούδι, να πω τα λόγια, που όλοι εμείς, που ήρθαμε εδώ -και είμαστε πολλοί- να σε ξεπροβοδήσουμε, θα ήθελαν ν’ ακούσεις. Είθισται εξ άλλου στο τέλος του κύκλου να γίνεται ο απολογισμός της σοδειάς. Δεν φταίω εγώ που εσύ, αξιοποιώντας το τάλαντον, βάρυνες το καλάθι της συγκομιδής. Κι αφήνεις πλούσια κληρονομιά. Κοντοκαρτέρει, παρακαλώ, κι ας περιμένει για λίγο η γης που βιάζεται να σε δεχτεί. Είμαστε πολλοί εδώ. Εκεί που θα πας το ξέρεις: Συνδυό δεν περπατούν, συντρείς δεν κουβεντιάζουν…

Η Δόμνα Σαμίου γεννήθηκε το 1928 στην Καισαριανή από μικρασιάτες πρόσφυγες από το Μπαϊντίρι της Σμύρνης. Στο περιβάλλον της Καισαριανής είχε τα πρώτα μουσικά της ακούσματα απ’ τα οποία και πήγασε η αγάπη της για την παραδοσιακή μουσική. Η ίδια το περιγράφει:

«Το αυτί μου εμένα από τότε, σαν παιδάκι που ήμουνα, έπαιρνε όλους τους ήχους και τις μουσικές. Ο πατέρας μου έψελνε πάρα πολύ ωραία, δεν ήταν ψάλτης ο άνθρωπος, αλλά έψελνε και τραγουδούσε επίσης πολύ ωραία. …. παρακολουθούσα τη λειτουργία, γιατί μου άρεσε αυτή η μουσική, το είχα σαν να πήγαινα σε μια συναυλία, ας πούμε. Σιγά-σιγά είχα μάθει όλη τη λειτουργία απ’ έξω, τις ακολουθίες της Μεγάλης Εβδομάδας, τους Χαιρετισμούς, θυμάμαι πως είχα μάθει και το «Aσπιλε, αμόλυντε…» το έλεγα απ’ έξω».

Έτσι ήταν φυσικό να πάει κοντά στον Σίμωνα Καρά στο «Σύλλογο προς Διάδοσιν της Εθνικής Μουσικής», όπου ήρθε σε επαφή με τη βυζαντινή και τη δημοτική μουσική αλλά και με τη λογική της επιτόπιας έρευνας για τη συγκέντρωση υλικού. Ως μέλος της χορωδίας του Σίμωνα Καρά ξεκινά τη συνεργασία της με το Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας/Ε.Ι.Ρ, όπου αργότερα, το 1954, προσλαμβάνεται στο Τμήμα Εθνικής Μουσικής μέχρι το 1971. Η περίοδος αυτή είναι πολύ δημιουργική και βάζει τις βάσεις για την παραπέρα εξέλιξή της, καθώς το 1963 αρχίζει τα ταξίδια της στην επαρχία για επιτόπιες καταγραφές και συγκέντρωση μουσικού υλικού για το προσωπικό της αρχείο με δικά της μηχανήματα και όταν το 1976-77 με σκηνοθέτες τον Φώτο Λαμπρινό και τον Ανδρέα Θωμόπουλο γυρίζουν στην ελληνική επαρχία είκοσι επεισόδια για την επιτυχή εκπομπή της ΕΡΤ «Μουσικό οδοιπορικό» είναι προετοιμασμένη και γι αυτό σοβαρή και αποδοτική.

Το 1971 συνεργάζεται με τον Διονύση Σαββόπουλο, πράγμα που σηματοδοτεί την συμβολή της στη διείσδυση της δημοτικής μουσικής στους χώρους της πολλαπλά προβληματισμένης τότε νεολαίας. Εξ άλλου, όπως επισημαίνει η ίδια «η ντροπή που είχαν όλοι για το δημοτικό τραγούδι πέρασε».

Η συμμετοχή της στο Φεστιβάλ Μπαχ στο Λονδίνο απογειώνει τη λαμπρή καλλιτεχνική καριέρα της Δόμνας Σαμίου, χωρίς να χρειαστεί να ασχοληθεί με άλλο είδος τραγουδιού, πέρα από το δημοτικό στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Εκδίδονται δίσκοι της και επί σαράντα περίπου χρόνια πραγματοποιεί συναυλίες από την Αυστραλία μέχρι τη Νότια Αμερική, που όχι μόνο συγκινούν τους Έλληνες της Διασποράς αλλά και τους ξένους.

Το 1981 ιδρύει τον «Καλλιτεχνικό Σύλλογο Δημοτικής Μουσικής - Δόμνα Σαμίου» με σκοπό την αξιοποίηση του συγκεντρωμένου από την ίδια υλικού και την προβολή της παραδοσιακής μουσικής με τους δικούς της όρους, δηλ. επιστημονικές και ποιοτικές προδιαγραφές, μακριά από τις γνωστές μας ντιρεκτίβες-απαιτήσεις των εμπορικών εταιριών.

Η ίδια είχε ορίσει τα όρια της συνεργασίας της. Έλεγε: «Τραγουδώ μόνο όπου πιστεύω πως εξυπηρετώ τη διατήρηση και τη διάδοση του δημοτικού τραγουδιού, έτσι ατόφιο όπως έφτασε σε μας από την παράδοση. Προσπαθώ να μιμηθώ τον τρόπο που τραγουδάει ένας Μακεδόνας, ένας Θρακιώτης, ένας Ηπειρώτης ή ένας Κρητικός. Στην αρχή ξεκίνησα να κάνω αυτό που κάνω από αγάπη για το δημοτικό τραγούδι και μάλιστα σε εποχή που ο κόσμος το περιφρονούσε και δεν έδινε σημασία. Αργότερα, η κακοποίηση που γινόταν σε βάρος του και μάλιστα από τους ίδιους τους λαϊκούς μουσικούς και μετά από τους συνθέτες και τους ελαφρούς τραγουδιστές, με σπρώξανε να ασχοληθώ περισσότερο και να προσπαθήσω με όλες μου τις δυνάμεις να δώσω την ευκαιρία στον κόσμο να γνωρίσει το γνήσιο δημοτικό τραγούδι».

Συνεργάστηκε με καταξιωμένους Έλληνες και ξένους μουσικούς, μουσικολόγους, λαογράφους, εθνομουσικολόγους αλλά και με νέους καλλιτέχνες τους οποίους δεν τσιγκουνεύτηκε να διδάξει, να μυήσει και να βοηθήσει να αναδειχθούν.

Στο εσωτερικό της Ελλάδας, αντίθετα με ό,τι συμβαίνει με πολλά πρόσωπα που έχουν πραγματοποιήσει καλλιτεχνική πορεία, η αποδοχή της υπήρξε (και είναι) αταλάντευτα σταθερή σε όλα τα κοινωνικά στρώματα του λαού και θεωρώ ότι αυτό είναι για τον δημιουργό η μεγαλύτερη τιμή και καταξίωση. Έτσι οι  εμφανίσεις της σε συναυλίες και οι τιμητικές προσκλήσεις, τα αφιερώματα, οι διακρίσεις είναι αυτονόητες, ανταποδοτικές της προσφοράς και όχι προγραμματισμένες από τα μέσα ή τις εμπορικές συναλλακτικές σχέσεις. Μνημονεύω ενδεικτικά την επετειακή παράσταση για τα 70 της χρόνια: «Η Δόμνα Σαμίου στο Μέγαρο Μουσικής: η γνωστή και άγνωστη Δόμνα», τον Οκτώβριο του 1998. Το 2005 ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κ. Στεφανόπουλος της απένειμε τίμησε το μετάλλιο της Ελληνικής Δημοκρατίας, τιμώντας στο πρόσωπο της τον λαϊκό πολιτισμό. Το 2008 το Κέντρο Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών σε ειδική συναυλία, στην οποία πήραν μέρος σχεδόν όλοι οι καταξιωμένοι στον χώρο της δημοτικής μουσικής καλλιτέχνες στο κινηματοθέατρο ΑΚΡΟΠΟΛ το Κέντρο Λαογραφίας τίμησε την Δόμνα Σαμίου και τον αειθαλή Χρόνη Αηδονίδη για τη σημαντική προσφορά τους στο δημοτικό τραγούδι. Οι δεσμοί της με το Κέντρο Λαογραφίας υπήρξαν στενοί και σεβαστικοί, αφού τόσο η πρωτοκόρη της, η Μιράντα (Τερζοπούλου), επί δεκαετίες ερευνήτρια στο Κέντρο και η στερνοκόρη της η Ζωή (Μάργαρη) νέα ερευνήτρια του Κέντρου αποτελούσαν τον συνδετικό κρίκο με τον θησαυρό του λαϊκού πολιτισμού.

Προσπάθησε να προωθήσει το δημοτικό τραγούδι στην εκπαίδευση, αίτημα παιδαγωγικά πρωταρχικό και επιτακτικό κατά την ίδια, που δεν στάθηκε ακόμη δυνατό να πραγματοποιηθεί. Έλεγε: «Εγώ, ό,τι έκανα, το έκανα για τα νέα παιδιά και για να μη χαθεί το τραγούδι μας. Προσπάθησα και με τις συναυλίες και με τις εκπομπές και με τους δίσκους να τους δείξω αυτό τον μεγάλο θησαυρό που λέγεται δημοτικό τραγούδι. Η καλύτερη μου στιγμή ήταν το καλοκαίρι στο Womad που είχα δέκα χιλιάδες νέα παιδιά να με ακούν. Αυτή είναι η καλύτερη ανταμοιβή μου».

Στη μνήμη της έστω αξίζει να επιμείνουμε. Δεν αρκούν οι ολοφυρμοί και οι μεγαλοστομίες και τα δάκρυα. Ούπω καιρός… Αυτός ο τόπος έχει ανάγκη από έργα. Έστω και στην ιερή μνήμη κάποιων νεκρών, που αγωνίστηκαν για αξίες διαχρονικές, όπως η Δόμνα.

Η Δόμνα ανήκε στην κατηγορία των ανθρώπων που αξιοποιούν τα φυσικά χαρίσματα, με τα οποία είναι προικισμένοι, αλλά και όσα κατόρθωσαν να αναπτύξουν κατά τη διάρκεια της ζωής τους, για το κοινωνικό σύνολο απολαμβάνοντας αυτή την προσφορά, χωρίς υστεροβουλία. Με σεβασμό και σοβαρότητα. Δεν θεώρησε ποτέ τον εαυτό της εθνοσωτήρα.

«Δεν θέλω προς θεού να παρουσιάσω τον εαυτό μου σωτήρα του δημοτικού τραγουδιού. Υπάρχει το Λαογραφικό Αρχείο της Ακαδημίας που έχει μια τεράστια συλλογή τραγουδιών, υπάρχει βεβαίως ο δάσκαλός μου ο Σίμων Καράς που κι αυτός έχει μια τεράστια συλλογή. Υπάρχει το Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα, το Μουσικό τμήμα του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών της Μέλπως Μερλιέ... Η διαφορά με μένα είναι ότι εγώ … τραγουδώ παράλληλα κι έτσι έχω γίνει, αν θέλεις, περισσότερο γνωστή στο κοινό».

Έτσι προικοδότησε το χώρο του λαϊκού πολιτισμού και ιδιαίτερα της δημοτικής μουσικής με μια σειρά προσωπικής καθαρά δημιουργίας και ένα Αρχείο στον Καλλιτεχνικό Σύλλογο Δημοτικής Μουσικής - Δόμνα Σαμίου, κτήμα εσαεί για τις επόμενες γενιές. Εκείνο όμως που πάνω από όλα πρέπει να της αναγνωρίσουμε είναι πως έπαιξε, σε μια περίοδο απαξίωσης της δημοτικής μουσικής, τον ρόλο του διαμεσολαβητή, ανάμεσα στο αντικείμενο, το δημοτικό τραγούδι, και το παραπλανημένο από διάφορες αιτίες κοινό, διεισδύοντας ακόμη και στις νεανικές ομάδες καλλιτεχνών. Γιατί είχε τη δυνατότητα να πείθει και τους γύρω της για τη σημασία του έργου της χωρίς φτιασιδώματα και κορώνες.

Αγαπητή κυρά Δόμνα, η γη που θα σε δεχτεί πρέπει να τραγουδήσει... Γιατί εσύ τραγούδησες τα πλάσματα που την πατούν κι αυτά που φυτρώνουν από τα σπλάχνα της και δεν ήσουν «άχθος αρούρης» αλλά πνοή δημιουργικής ζωής. Για όλο τον ελληνικό λαό που αυτή την άνοιξη- και δεν ξέρουμε για πόσο ακόμη-  ανεβαίνει τον Γολγοθά του η ανάμνησή σου θα είναι πάντα θετική, στιβαρή, ζωογόνος, όπως η αρχοντική και διακριτική παρουσία σου στη ζωή. Για τον λαϊκό πολιτισμό που διακόνησες με ευθύνη, η μνήμη σου θα είναι ζωντανή και διαρκής μέσα από το δημοσιευμένο, αλλά και το συλλεκτικό – αρχειακό σου έργο, που θα φροντίσουν με σεβασμό και όπως εσύ θα επιθυμούσες οι πολλές και αφοσιωμένες κόρες σου: η Μιράντα (Τερζοπούλου), η Δάφνη (Τζαφέρη), η Γιούλη (Παπαθεοδώρου), η Ζωή (Μάργαρη), η Κατερίνα (Παπαδοπούλου), η Κούλα (Γιαζιτζόγλου), η Τασία (Παπανικολάου), η νεαρή Ιφιγένεια Αναστασιάδη και τα παιδιά της χορωδίας, αλλά και όλοι όσοι σ’ αγάπησαν.

Θα ήθελα, αν τραγουδούσα να σου πω ένα μοιρολόι, γιατί νιώθω ότι και συ το είχες διαπιστώσει ότι στον καιρό μας, εποχή πνευματικής ξηρασίας ακόμη και η σχέση με τον θάνατο είναι τόσο φτωχή, καθώς στη βιασύνη μας να υπάρχουμε, παρακάμπτουμε ως φαίνεται το μυστήριο,  αγνοώντας ότι στερεύει έτσι η πηγή που χαρίζει το κέφι της ζωής. Θα στο ψιθυρίσω όμως. Είναι από την Γορτυνία και το έχει καταγράψει η φίλη σου η Ελένη Ψυχογιού:

Ας το γυρίσω κι ας το ειπώ κι αλλιώς το μοιρολόι
έχεις πολλούς στη μαύρη γης έχεις πολλούς στον Αδη
για μάζω τους, Δόμνα μου, σ’ ένα μεγάλο αλώνι
και βάλ’ τους να χορέψουνε, βάλ’ τους να τραγουδήσουν
και συ πάρε το κάθισμα -αχ- και κάτσε μεσ’ τη μέση
άειντε ποιος σέρνει το χορό, και συ καλοτραγούδα.

Καλό σου ταξίδι.